κόνδυλος

κόνδυλος
ο
1. εξόγκωμα του οστού στην άρθρωση, κλείδωση.
2. σαρκώδες διόγκωμα ριζώματος που έχει μικρά φύλλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόνδυλος — knuckle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • κονδύλοις — κόνδυλος knuckle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλοισι — κόνδυλος knuckle masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλου — κόνδυλος knuckle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλους — κόνδυλος knuckle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλων — κόνδυλος knuckle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλῳ — κόνδυλος knuckle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλοι — κόνδυλος knuckle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόνδυλον — κόνδυλος knuckle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”